-
1 πρέσβυς
πρέσβυς, ὁ, gen. υος u. εως, 1) alt, der Alte; vom sing. in dieser Bdtg nur nom., acc. u. voc. πρέσβυν u. πρέσβυ gebräuchlich (vgl. πρέσβα u. πρέσβειρα, wonach die Ableitung Döderlein's von πρέπω, der sich durch seine Würde auszeichnet, in die Augen fallend, ehrwürdig, viel für sich hat); ἐν βουλαῖς πρέσβυς, Pind. P. 4, 282; ἡγεμὼν ὁ πρέσβυς νεῶν Ἀχαϊκῶν, Aesch. Ag. 177; ἄναξ, 198. 516; Soph. Phil. 558. 661 u. öfter im nom., acc. u. voc., wie bei Eur. u. a. D. – Nach Arist. H. A. 9, 11 hieß so auch der Zaunkönig. – Häufiger im compar. u. superl., πρεσβύτερος, der ältere, πρεσβύτατος, der älteste; γενεῇ μὲν ὑπέρτερός ἐστιν Ἀχιλλεύς, πρεσβύτερος δὲ σύ ἐσσι, Il. 11, 787, vgl. 15, 204; πρεσβύτατος γενεῇ, der Aelteste von Geburt, 6, 24; καί με πρεσβυτάτην τέκετο Κρόνος, 4, 59, wie πρεσβύτατον ἔτεκεν Pind. Ol. 7, 74; πρεσβύτερος ἐνιαυτῷ, Ar. Ran. 18, u. so in Prosa nicht selten: ὡς πρεσβύτερος νεωτέροις, Plat. Prot. 320 c; πρεσβυτέρους τοὺς ἄρ χοντας δεῖ εἶναι, Rep. III, 412 c, u. sonst, τῷ πρεσβυτάτῳ τῶν ἐκγόνων, Critia. 114 d, Xen. πρεσβύτεροι im Ggstz von παῖδες, Cyr. 1, 2, 2; Folgde überall; ὑπεξαναστῆναι πρεσβυτέρῳ, Plut. Lyc. 20. (Die Formen πρέσβιστος u. πρεσβίστατος s. oben besonders.) – Auch im plur. οἱ πρέσβεις, dat. πρέσβεσιν, die Alten, gew. mit dem Nebenbegriffe die Geehrten, Angesehenen; Aesch. Pers. 826; bei Hes. Sc. 245 πρέσβηες (s. ob. πρεσβεύς). – In der Bdtg geehrt, ehrwürdig compar. u. superlat. auch in Prosa; vgl. nihil antiquius habere, τὰ τοῠ ϑεοῠ πρεσβύτερα ποιεῖσϑαι ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν, das die Gottheit Betreffende höher in Ehren halten, Her. 5, 63; πρεσβύτερον κακὸν κακοῠ, was größer, gewichtiger ist, Soph. O. R. 1364; πρεσβύτατον τοῦτο κρίνας, Thuc. 4, 61; ἐμοὶ οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον τοῠ ὡς ὅτι βέλτιστον ἐμὲ γενέσϑαι, Plat. Conv. 218 d; χρεῶν πάντων πρεσβύτατα, Legg. IV, 717 d; u. adv., πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι, Rep. VIII, 548 c, die Gymnastik in höheren Ehren halten als die Musik. – 2) der Gesandte, weil man dazu die Aeltesten und Angesehensten wählte; im sing. nur bei Dichtern, wie Aesch. Suppl. 708, ἴσως γὰρ κήρυξ τις ἢ πρέσβυς μόλοι; vgl. ὁ πρέσβυς οὔτε τύπτεται οὔϑ' ὑβρίζεται, Schol. Il. 4, 394; gen. πρέσβεως, Ar. Ach. 93; in Prosa πρεσβευτής. – Im plur. οἱ πρέσβεις, τῶν πρέσβεων, auch in Prosa, Thuc. u. A., wie Plat. Rep. VIII, 560 d; Xen. u. sonst. – 3) In der spartanischen Verfassung hat auch der sing. ὁ πρέσβυς, der Aelteste, eine politische Bedeutung und findet sich auch der gen. πρέσβεως dazu, Inscr. 1463. 1375.
-
2 ξυμμαχια
ион. συμμᾰχίη ἥ1) (оборонительно-наступательный) военный союз(συμμαχίαν ποιεῖσθαί τινι Thuc. и πρός τινα Her., Xen.)
2) собир. союзники Her., Eur., Aeschin.3) союзное войско Thuc.ξυμμαχίαν πέμπειν τινί Xen. — посылать кому-л. (на помощь) отряды союзников
4) территория союзников -
3 προξενεω
1) быть проксеном, пользоваться общественным гостеприимствомδιὰ τέν φιλίαν πρὸς ὑμᾶς καὴ διὰ τὸ προξενεῖν ὑμῶν Xen. — в силу дружбы с вами и в силу того, что я являюсь вашим официальным гостем
2) оказывать (официальное) гостеприимство, принимать как гостя(τῶν πρέσβεων Dem.)
3) оказывать покровительство, быть защитником(τινος Eur., Arph.)
4) оказывать, доставлять, давать, делать(ἐμπορία προξενοῦσα φιλίας Plut.)
ἡμεῖς τἄλλα προξενήσομεν Eur. — об остальном мы позаботимся;π. θράσος Soph. — придавать мужество;κίνδυνον π. τινι Xen. — подвергать кого-л. опасности;π. τινι ὁρᾶν τι Soph. — давать кому-л. возможность видеть что-л.5) давать указания, советовать(τινι Soph.)
6) рекомендовать(τέν λιτότητά τινι Plut.)
π. τινί τινα τῷ υἱεῖ διδάσκαλον Plat. — рекомендовать кому-л. кого-л. в качестве учителя для сына -
4 συμμαχια
ион. συμμᾰχίη ἥ1) (оборонительно-наступательный) военный союз(συμμαχίαν ποιεῖσθαί τινι Thuc. и πρός τινα Her., Xen.)
2) собир. союзники Her., Eur., Aeschin.3) союзное войско Thuc.ξυμμαχίαν πέμπειν τινί Xen. — посылать кому-л. (на помощь) отряды союзников
4) территория союзников -
5 προξενέω
A , Ar.Fr. 775): [tense] fut. προξενήσω: [tense] pf. προὐξένηκα:— to be any one's πρόξενος (q. v.), διὰ τὸ προξενεῖν ὑμῶν because he is your πρόξενος, X.HG6.4.24, cf. D.15.15, etc.; π. τῶν πρέσβεων act as π. of the envoys of a friendly state, Id.18.82.II from the duties of a πρόξενος (signf. 11),1 manage or effect anything for another, ; θράσος π. lend daring, S.Tr. 726; π. τιμήν, εὐδαιμονίαν τινί, procure it for him, Plu.Caes.60, Luc.Vit.Auct.10;φιλίας βασιλέων Plu.Sol.2
;ὄψις π. ἡδονήν Aristid.Or.53(55).4
; γυναῖκας ἐπιπόνους, ἄνδρας συστατικούς, Procl.Par.Ptol. 255, 256;οὐδεμίαν ὠφέλειαν Gal.6.830
: in bad sense, π. κίνδυνόν τινι put danger upon one, X.An.6.5.14, cf. Ael.VH13.33; π. ὀνείδη, ἀνάγκας τινί, Plu. Alex.22, Aristid.1.488 J.: c. dat. et inf., ὑμῖν ὧδ' ὁρᾶν τὰ πρόσθε λαμπρὰ προὐξένησαν ὄμματα have granted to you to see thus my once bright eyes, S.OT 1483; π. τινὶ τὸ καταλῦσαι βίον grant one to die, X.Ap.7; π. τινί guide one, give him directions, S.OC 465.2 introduce, recommend one person to another, commonly for purposes of business,μὴ πονηρούς, ὦ πονήρα, προξένει Eup.321
; , cf. 53.13; σὺ προξένησον introduce me (to the oracle), E.Hel. 146; π. τινὰ διδάσκαλον, φοιτητήν, introduce him as teacher, as pupil, Pl.La. 180c, Alc.1.109d;π. κόρην τινί Longus 3.36
, cf. Him.Or.1.11; alsoπ. βωμόν Lib.Ep.739.1
.III = μαρτυρέω, give evidence, Hsch.;π. ἐπὶ κακῷ IG92(1).138.9
(Calydon, iv B. C.); αἰ ψευδέα προξενέοι ib.9(1).333.8 ([dialect] Locr., v B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προξενέω
-
6 πρέσβυς
A , Ar.Th. 146:— old man (poet. for prose πρεσβύτης), in this sense only used in nom., acc., and voc.,ὁ π. Πόλυβος S.OT 941
;Φοῖνιξ ὁ π. Id.Ph. 562
;δριμὺς π. Ar.Av. 255
(lyr.);πατέρά πρές βυν S.Ph. 665
; , 1121;ὦ πρέσβυ E.
l. c., Ar. l. c.;ὁ π.
the elder,A.
Ag. 184 (lyr.), 205 (lyr.), 530; cf. πρέσβα, πρέσβειρα, πρεσβηΐς, πρέσβις: pl. πρέσβεις, elders, three times in Trag., always voc. (v. infr. 111), A. Pers. 840, S.OT 1111, E.HF 247; for πρεσβῆ, πρεσβῆες, πρισγεῖες, v. πρεσβεύς: [comp] Comp. and [comp] Sup. are the only forms found in Hom., [comp] Comp. πρεσβύτερος, α, ον (lateπρεσβυτερωτέρα PLond.2.177.15
(i A. D.)), elder, Il.11.787, 15.204, Hdt.2.2, etc.; πλεῖν ἢ 'νιαυτῷ by more than a year, Ar.Ra.18; πρεσβυτέρα ἀριθμοῦ older than the fit number, Pi. Fr. 127; βουλαὶ πρεσβύτεραι thy counsels wise beyond thy years, Id.P.2.65;γνώμη π. τῆς ἡλικίας D.H.5.30
;οἱ σοφοὶ καὶ π. Arist.EE 1215a23
; of animals, Id.HA 546a7;ἵππος π. ἤδη ὤν
rather old,PCair.Zen.
225.8 (iii B. C.); alsoδένδρα π. Thphr.CP1.13.8
; ἐπὶ τὸ π. ἰέναι become older, Pl.Lg. 631e;ἵνα μὴ π. ὢν ῥέμβωμαι
in my old age, PCair. Zen.447.9
(iii B. C.): [comp] Sup. πρεσβύτατος, η, ον, eldest, Il.4.59, 11.740, Hes.Th. 234, etc.;π. γενεῇ Il.6.24
; as a term of respect,ἐγὼ παλαιότατός εἰμι σὺ δὲ π. Plu.Nic.15
; of animals, Arist.HA 546a4, al.: for the poet. forms πρέσβιστος, πρεσβίστατος, v. πρέσβιστος, and cf. πρεῖγυς.2 [comp] Comp. and [comp] Sup., of things, more or most important, taking precedence, esp. πρεσβύτερόν τι (or οὐδὲν) ἔχειν deem higher, more important, ; (lyr.);ἐμοὶ οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον τοῦ.. Pl.Smp. 218d
;πρεσβύτατον κρἰναί τι Th. 4.61
; merely of magnitude, πρεσβύτερον κακοῦ κακόν one evil greater thananother, S.OT 1365 (lyr.);χρεῶν πάντων πρεσβύτατα Pl.Lg. 717b
. Adv., , cf. Jul. Or.4.132c.II = πρεσβευτής, ambassador, in nom. sg. only cj. in A. Supp. 727 (v. πρέσβη) and in Prov. ap. Sch.Il.4.394 (v. πρέσβις (A)); gen.πρέσβεως Ar.Ach.93
(at end of line);πρέσβεος Choerob. in Theod. 1.233
: dual πρέσβει (written πρεσβε) IG12(1).977.45,57 (Carpathos, iv B. C.): pl. πρέσβεις, [dialect] Dor. un[var] contr. πρέσβεες ib.14.952.11 (Acragas, iii B. C.) (at first more freq. than πρεσβευταί (q. v.)), Ar.Ach.61, IG12.52.1, 22.1.20, al., D.19.183; acc.πρέσβεις IG12.46.24
, Foed. ap. Th.4.118, X.HG4.8.13; gen. πρέσβεων, dat. πρέσβεσι, Ar.Ach.76,62, IG22.1.7.III at Sparta a political title, president, τῶν ἐφόρων ib.5(1).51.6, 552.11; νομοφυλάκων ib.555b19; βιδέων ib.556.6; συναρχίας ib.504.16; τῆς φυλῆς ib.564.3; [ σφαιρέων] ib.675.5; gen. sg. πρέσβεως ib. 504.16, al.2 [comp] Comp. πρεσβύτερος, elder, alderman, (ii A. D., pl.), cf. POxy.2121.4 (iii A. D.), etc.;ἐκρίθημεν ἐπί τε Νουμηνίου καὶ ἐπὶ τῶν π. PCair.Zen.520.4
(iii B. C.), cf. UPZ124.22, 36 (ii B. C.); τοῖς ἱερεῦσι καὶ ( both)τοῖς π. καὶ τοῖς ἄλλοις πᾶσι OGI194.3
(Egypt, i B. C.); οἱ π. τῶν ὀλυροκόπων ib.729 (Alexandria, iii B. C.);π. τῶν γεωργῶν PTeb.13.5
(ii B. C.);π. γέρδιοι IGRom.1.1122
(Theadelphia, ii A. D.); τέκτονες π. ib.1155 (Ptolemaïs Hermiu, i A. D.): elder of the Jewish Sanhedrin, Ev.Matt.16.21, etc.; later, elder of the Christian Church, presbyter, Act.Ap.11.30, 20.17, 1 Ep.Ti.5.19, POxy.1162.1 (iv A. D.), etc.; of the Apostles, 2 Ep.Jo.1.1, 3 Ep.Jo.1.1.IV wren, Arist.HA 609a17, 615a19, Hsch.; cf. σπέργυς. (-βυ-, Cret. - γυ- (in πρεῖγυς), cogn. with Skt. -gu in vanar-gú- 'one who lives or moves in the forest', Lith. žmogùs 'man' (lit. 'one who moves on the ground'); πρες- cogn. with Lat.prae, pris-tinus; the oldest sense of π. is 'going in front, taking precedence'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρέσβυς
См. также в других словарях:
Αιάκειον — Αρχαιότατο κτίσμα στην Αίγινα, όπου βρισκόταν ο τάφος του Αιακού. Ο Παυσανίας αναφέρει πως υπήρχε ένας περίβολος από άσπρη πέτρα «εν επιφανεστάτω της πόλεως» και μέσα αιωνόβιες ελιές και ένας βωμός. Στην είσοδο του περιβόλου υπήρχε εικόνα των… … Dictionary of Greek
χρηματισμός — ο, ΝΜΑ [χρηματίζω, ομαι] πρόσκτηση χρημάτων με αθέμιτα μέσα μσν. 1. εποχή, χρονική περίοδος 2. προνόμιο αρχ. 1. διαχείριση δημόσιων, εμπορικών ή πολιτικών υποθέσεων 2. σύσκεψη, παροχή ακρόασης σε κάποιον και συζήτηση μαζί του («αἱ ἐντεύξεις τῶν… … Dictionary of Greek
αδμινσουνάλιος — Παρεφθαρμένος βυζαντινός τύπος του αδμισιονάλιος, από το λατινικό admissionalis: ο εισηγητής των πρέσβεων στα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης … Dictionary of Greek
νούντσιος, αποστολικός — Τίτλος που αποδίδεται σε ορισμένους ιεράρχες της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, κατά κανόνα επισκόπους ή αρχιεπισκόπους, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν επίσημα τον πάπα στις κυβερνήσεις με τις οποίες η Αγία Έδρα διατηρεί κανονικές διπλωματικές σχέσεις,… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek
άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
αγός — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
κατάσταση — (Φυσ.). Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στη γενική τους μορφή τα διάφορα σώματα και εξαρτάται έως έναν βαθμό από τις δυνάμεις συνοχής των μορίων τους. Η ύλη γενικά παρουσιάζεται στη φύση σε στερεά, σε υγρή και σε αέρια μορφή. Η στερεά μορφή… … Dictionary of Greek
αδμισσιών — ἀδμισσιών ( ῶνος), η (Μ) παρουσίαση τών ξένων πρέσβεων, προσαγωγή τών ξένων επισκεπτών στο Παλάτι τής Κωνσταντινούπολης κατά τους βυζαντινούς χρόνους από τον αδμισσιονάλιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. admissio (= εισδοχή)] … Dictionary of Greek
θεωρία — (Ιστορ.). Αντιπροσωπείες που έστελναν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στις πανελλήνιες γιορτές. Σπουδαιότερη θ. των Αθηναίων ήταν εκείνη που παρίστατο στη γιορτή του Δηλίου Απόλλωνα. Επικεφαλής της ήταν ο αρχιθέωρος, που αναλάμβανε όλα τα έξοδα. Τα… … Dictionary of Greek